- ἡδύτατος
- ἡδύςpleasantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έπαλπνος — ἔπαλπνος, ον (Α) γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνός («νόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλπνός (θετ. βαθμός τού άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο] … Dictionary of Greek